«Εμείς» και οι «άλλοι». Εγκληματοποίηση κοινωνικών κατηγοριών και κοινωνικός έλεγχος.
Αφού η πολιτεία επί δυο τουλάχιστον χρόνια λειτούργησε απολύτως αναποτελεσματικά όσον αφορά τη διαχείριση της καθημερινότητας του πολίτη, έστρεψε τους προβολείς στην αποκατάσταση της τάξης και της ασφάλειας, η οποία περίπου αυταπόδεικτα συνδέεται με το ζήτημα της παράνομης μετανάστευσης. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι δεν χρειάστηκε η απόδειξη της σύνδεσης των μεταναστών με την εγκληματικότητα, καθώς έχουν ήδη καλλιεργηθεί βεβαιότητες σχετικά με αυτό.
Ανεξάρτητα από τις ενστάσεις που αφορούν την μεγαλύτερη θεατότητα των εγκλημάτων που τελούνται από αλλοδαπούς και που οδηγεί στην υπερεκπροσώπηση τους στις εγκληματολογικές στατιστικές, ζητήματα όπως η εγκληματικότητα του δρόμου, το εμπόριο ναρκωτικών, η εμπορία ανθρώπων, η εξαναγκαστική πορνεία, το λαθρεμπόριο κτλ. έχουν εδραιωθεί στην κοινή αντίληψη ως «εισαγόμενα προβλήματα».
Τα μέτρα που πρόσφατα εξαγγέλθηκαν σχετικά με την αποκατάσταση της τάξης και της ασφάλειας δείχνουν άμεσα ότι η αντιμετώπιση της παράνομης μετανάστευσης ταυτίζεται πρακτικά με την καλλιέργεια φοβικών τάσεων, ηθικού πανικού και εχθρότητας απέναντι στη φτώχεια και το κοινωνικό περιθώριο. Η καχυποψία και ο κοινωνικός ρατσισμός οδηγούν στην ενοχοποίηση των «άλλων» για την υποβάθμιση των περιοχών, για την αύξηση της εγκληματικότητας, για την απουσία του αισθήματος ασφάλειας και παραγνωρίζουν παντελώς την έλλειψη κοινωνικής προστασίας.
Η ενύλωση των πολιτικών αυτών στη διενέργεια επιχειρήσεων «σκούπα» και στη δημιουργία «χώρων υποδοχής μεταναστών», που δεν αποτελούν παρά ευφημισμό των νέου τύπου στρατοπέδων συγκέντρωσης, οδηγεί σε κορύφωση της καταστολής, χωρίς κανένα εχέγγυο για τις συνθήκες διαβίωσης, τα δικαιώματα και την τύχη των ανθρώπων αυτών μετά την επαναπροώθηση.
Πέρα απ’ αυτό, είναι στην πραγματικότητα αναποτελεσματικά υπό την έννοια ότι επικεντρώνονται στην μετάθεση του προβλήματος, στην απόσυρση του από την κοινή θέα, ενώ πολύ απέχουν από την στόχευση στον πυρήνα του. Γιατί το θέμα δεν είναι πρόβλημα «βιτρίνας».
Στην πραγματικότητα, η αντεγκληματική πολιτική έχει πρόσημο και πολιτική διάσταση. Με αποσπασματικά μέτρα και πολιτικές επικοινωνιακού χαρακτήρα υποτιμάται το γεγονός ότι η παράνομη μετανάστευση συνδέεται σήμερα με τη διαμόρφωση μιας νέου τύπου αποικιοκρατίας, που επηρεάζει και καθορίζει τις μεταβολές στις τοπικές οικονομίες και στις αγορές εργασίας.
Στο πλαίσιο αυτό η Ευρώπη και η Δύση γενικότερα οφείλει να αντιμετωπίσει το ζήτημα της μετανάστευσης με ανθρωπιστικούς όρους. Η όποια απόπειρα αντιμετώπισης των κοινωνικών προβλημάτων δεν μπορεί να αναπτύσσεται ερήμην του κράτους δικαίου και της ασφάλειας των δικαιωμάτων. Για το λόγο αυτό απαιτείται ένα ολοκληρωμένο πολυδιάστατο σύστημα πολιτικής παρέμβασης και η υιοθέτηση αντεγκληματικών πολιτικών που δεν θα επικεντρώνονται στην καταστολή, αλλά που θα τείνουν στην ενίσχυση της κοινωνικής δικαιοσύνης.